λέξεως

λέξεως
λέξεω̆ς , λέξις
speech
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • βορράς — και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, ου, Βορέης και Βορῆς, έω και Βορεύς έως) το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο 2. βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του… …   Dictionary of Greek

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • γρυπός — ή, ό (ΑΜ γρυπός, ή, όν) 1. κυρτός, γαμψός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη αρχ. (ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν η γρυπότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς… …   Dictionary of Greek

  • ειλικρινής — ές (AM εἰλικρινής, ές) ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος μσν. καθαρός, αμόλυντος αρχ. 1. καθαρός, αμιγής 2. απλός, απόλυτος 3. ολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο τού οποίου το β συνθετικό προέρχεται από το θ. τού κρίνω με επίθημα es (πρβλ. ευκρινής). Το α… …   Dictionary of Greek

  • εκυρός — ἑκυρός, ο (θηλ. ἑκυρά) (Α) πεθερός, πεθερά, ο πατέρας, η μητέρα τού ή τής συζύγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εκυρός < (F)εκυρός < IE* swekuro (πρβλ. αρχ. ινδ. śvaśura , αβεστ. xasura , λατ. socer, αρχ. άνω γερμ. swehur , λιθ. šẽšuras). Ο τονισμός στη… …   Dictionary of Greek

  • ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… …   Dictionary of Greek

  • ευρύοπα — εὐρύοπα, ὁ (Α) 1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος») 2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ …   Dictionary of Greek

  • σχήμα — Χαρακτηρίζεται έτσι στα μαθηματικά κάθε υποσύνολο του επίπεδου είτε του συνηθισμένου χώρου. Έτσι οι καμπύλες (επίπεδες είτε όχι), οι επιφάνειες, τα στερεά του χώρου, τα μέρη του επίπεδου, που αποτελούν το εσωτερικό μιας απλής κλειστής καμπύλης… …   Dictionary of Greek

  • Zeno of Citium — Infobox Philosopher region = Western Philosophy era = Ancient philosophy color = #B0C4DE image size = 200px image caption = Zeno of Citium name = Zeno of Citium birth = c. 334 BC, Citium, Cyprus death = c. 262 BC, Athens school tradition =… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”